- ξεχερσωμένος
- η , ο[ν] поднятый, вспаханный (о целине);
ξεχερσωμένη γη — поднятая целина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεχερσωμένη γη — поднятая целина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεχερσώνομαι — ξεχερσώνομαι, ξεχερσώθηκα, ξεχερσωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής